Λαύκα
Χωριό που βρίσκεται στο δυτικό άκρο του Δήμου Στυμφαλίας, σε υψόμετρο
650 μέτρα και σε απόσταση 47 χλμ. νοτιοδυτικά του Κιάτου.
Ανήκει στο Δήμο Στυμφαλίας. Δυτικά συνορεύει με το Δήμο Φενεού και νότια
με τους νομούς Αργολίδος και Αρκαδίας.
Ο χώρος που κατέχει το χωριό, είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος επίπεδος,
αλλά έχει περιορισμένη ορατότητα, διότι στις τρεις πλευρές του,
υψώνονται τα βουνά Ολίγυρτος, Σκιάθης και Γερόντιον. Την έλλειψη
ευρύτερου πεδίου οράσεως, εξουδετερώνει το υπέροχο θέαμα των κατάφυτων
βουνών. Δάση αδιαπέραστα από άγρια δένδρα, με κυριαρχία των ελάτων,
καλύπτουν τις πλαγιές και χαρίζουν μαζί με άλλα αγαθά, υγεία και
ομορφιά, ιδιαίτερα κατά τους θερινούς μήνες.Η αρχική θέση του χωριού
ήταν στο υψηλότερο νοτιοανατολικό μέρος του, που σήμερα ονομάζεται
Παλιο-Λαύκα. Εκεί τώρα υπάρχουν ίχνη κτισμάτων και υποτυπώδες υδραγωγείο
από την υπερκείμενη πηγή της Τέμιζας.
Μια παράδοση, που και σήμερα διατηρείται ζωηρή, αναφέρει ότι οι
Λαυκιώτες είχαν στον κάμπο 28 ζευγάρια, δηλαδή 28 αγροτικά μερίδια, και
απ' αυτό συμπεραίνεται ότι τόσες θα ήταν κάποτε και οι οικογένειες του
χωριού. Η χρονική περίοδος που συνέβαινε αυτό μας είναι άγνωστη.
Οι παραδόσεις λένε επίσης ότι οι κάτοικοι εγκατέλειψαν την παλαιά
τοποθεσία λόγω των πολλών σκορπιών που υπήρχαν εκεί. Σίγουρα όμως, μια
από τις βασικές αιτίες της μεταφοράς ήταν οι δυσμενείς όροι διαμονής των
κατοίκων στην Παλιο-Λαύκα μιας και το έδαφος εκεί είναι ανώμαλο και
ανήλιο. Επίσης, λόγω της μεγάλης υψομετρικής διαφοράς μεταξύ του κάμπου
και του χωριού η μετάβαση και η επιστροφή από τα κτήματα καθώς και η
μεταφορά των προϊόντων θα ήταν ιδιαίτερα κοπιαστική.
Ο χρόνος της μετοικίσεως δεν είναι δυνατός να προσδιοριστεί ακριβώς.
Πάντως, το σημερινό χωριό στη σημερινή του θέση υπήρχε και πριν την
επανάσταση του 1821. Το οίκημα που σήμερα λέγεται πύργος του Τουρκοδήμα
ήταν κατοικία Τούρκου εισπράκτορα.
Η Λαύκα κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 ήταν ένα χωριό με
υπολογίσιμο πληθυσμό και είχε ενεργό συμμετοχή στον αγώνα.
Κατά την εμφύλια διαμάχη μεταξύ καποδιστριακών και αντικαποδιστριακών το
χωριό καταστράφηκε. Συγκεκριμένα, ο αντικαποδιστριακός Τάσος Καρατάσος
τον Ιούνιο του 1832 έβαλε φωτιά στο χωριό και έκαψε όλα τα σπίτια και
κατέστρεψε τις περιουσίες των Λαυκιωτών. Κατά τις συμπλοκές που έγιναν
τότε αναφέρεται ότι υπήρξε ένας νεκρός και έξι βαριά τραυματισμένοι.
Με το διάταγμα της 28-4-1834 του Ι. Κωλέττη, η Λαύκα αποτέλεσε δήμο γ΄
τάξεως με την επωνυμία Δήμος Ορεξίου. Τότε είχε 78 οικογένειες με 480
κατοίκους. Δήμαρχος διετέλεσε ο Σπυρίδων ή Αναγνώστης Οικονομόπουλος. Ο
δήμος αυτός καταργήθηκε με βασιλική απόφαση στις 27-11-1840 και το χωριό
ανήκε στο δήμο Στυμφαλίας (δήμος β΄ τάξεως) με πρωτεύουσα τους
Καλλιάνους.
Ένας από τους δημάρχους εκείνου του δήμου ήταν και ο Λαυκιώτης ιατρός
Γεώργιος Δ. Αθανασούλης ο οποίος διεξήγαγε μακρόν αγώνα κατά της
επικυριαρχίας των Νοταραίων στη Στυμφαλία. Θύμα του αγώνα αυτού υπήρξε ο
αδελφός του Γιάνκος, τον οποίο «όργανα» των Νοταραίων τον φόνευσαν στη
λεγόμενη από τότε Σκάλα του Γιάνκου της Ζήρειας.
Στα τέλη του περασμένου αιώνα πολλοί Λαυκιώτες έφυγαν από το χωριό.
¶λλοι μετοίκησαν στην Αθήνα, άλλοι στην πεδινή Αχαΐα και άλλοι στην
πεδινή Κορινθία (Βόχα). Ορισμένοι ανεζήτησαν τύχη στο εξωτερικό (Αμερική
και Αυστραλία).
Στα παλιότερα χρόνια οι περισσότεροι κάτοικοι της Λαύκας ήταν γεωργοί
και βοσκοί. Εκτός από αιγοπρόβατα, στον κάμπο έβοσκαν και άλογα, χρήσιμα
για τον αλωνισμό, και βόδια που τα χρησιμοποιούσαν για να οργώνουν τα
χωράφια. Το χειμώνα τα περισσότερα ποίμνια τα οδηγούσαν σε χειμαδιά
κυρίως στην περιοχή της Αργολίδας όπου αρκετοί Λαυκιώτες είχαν αποκτήσει
ιδιόκτητους χώρους (στανοτόπια). Σε έγγραφο του 1824 ο Παπαφλέσσας ως
Υπουργός των Εσωτερικών διαβιβάζει στους αρμόδιους αναφορά των Λαυκιωτών
που ζητούσαν να προστατευθούν από τους κατοίκους του Δρεπάνου που τους
έκλεβαν τα βόδια. Στις αρχές του αιώνα περίπου 15 χιλιάδες αιγοπρόβατα
έβοσκαν στα γύρω βουνά. Εδώ και πολλά χρόνια η αιγοβοσκή έχει
απαγορευτεί. Σήμερα ορισμένοι κάτοικοι διατηρούν μικρό αριθμό προβάτων.
Στα κτήματά τους οι Λαυκιώτες καλλιεργούσαν κυρίως δημητριακά και
αμπέλια και σε περιορισμένη έκταση φασόλια, φακές, πατάτες, ντομάτες
κ.ά. Για ένα διάστημα, πριν το 1890, κάποιοι είχαν ασχοληθεί με τους
μεταξοσκώληκες. Μέχρι το 1917 καλλιεργούσαν και κανναβούρι. Μετά
απαγορεύτηκε αυτή η καλλιέργεια. Τώρα οι Περισσότεροι κάτοικοι είναι
γεωργοί. Στις παλιές καλλιέργειες έχουν προστεθεί μηλιές, καρυδιές,
ντομάτα, τριφύλλι, κ.ά.
Στην κτηματική περιφέρεια του χωριού έχουν εντοπιστεί λείψανα κατοίκησης
από το 2.500 π.Χ. περίπου. Ο Όμηρος αναφέρει στην Ιλιάδα την πόλη
Εφύρα, δίπλα στον ποταμό Σελλήαντα (Σελλίανδρο), η οποία, σύμφωνα με τις
ενδείξεις και τις απόψεις ειδικών, βρισκόταν στην περιοχή που σήμερα
είναι το Λαλιώτη.
Το όνομα του χωριού δόθηκε πιθανότατα την εποχή της Τουρκοκρατίας από το
όνομα της οικογένειας Λαλιώτη, επώνυμο που δεν φέρει σήμερα κανένας
κάτοικος του χωριού.
Σήμερα το χωριό έχει περίπου 500 κατοίκους, οι οποίοι ασχολούνται με τη
γεωργία με κύρια καλλιέργεια τα σταγύλια (σουλτανίνα) και τις ελιές.